παρασπονδητής

παρασπονδητής
παρασπονδ-ητής, οῦ, , = sq. 2, Eust. 1400.39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρασπονδητής — ὁ, Μ [παρασπονδώ] παράσπονδος …   Dictionary of Greek

  • παρασπονδηταί — παρασπονδητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπονδητῶν — παρασπονδητής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπονδητάς — παρασπονδητά̱ς , παρασπονδητής masc acc pl παρασπονδητά̱ς , παρασπονδητής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”